Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

H άγουσα στο σύνορο της νύχτας



ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ τον χρόνο και τον χώρο των πραγμάτων φθάνεις εκεί που όλα αρχίζουν να γίνονται πιο διακριτά’ φθάνεις στο σύνορο της νύχτας αναπαριστώντας τις πράξεις της ανθρώπινης τραγωδίας- κωμωδίας με έναν τρόπο οξύ και κρίσιμο, ακαθόριστα αισθητό, δημιουργώντας μια παράλληλη πραγματικότητα πλάι στην υπάρχουσα, που πολλές φορές, αυτή η άλλη, η διπλανή πραγματικότητα αποκαλύπτει πιο καθαρά τα όρια στις λεπτές συναισθηματικές και νοητικές πτυχώσεις του ανθρώπινου δυναμικού. Η «γέφυρα» που τείνει να ενώσει αυτά τα παράλληλα σύμπαντα στην φωτογραφική θέαση του Ιπποκράτη Ταυλάριου είναι «η άγουσα».

Οι φωτογραφικές παραστάσεις στο παρόν λεύκωμα είναι «συμπαγείς κινήσεις» που υπαινίσσονται αρχέτυπα μέσα σε μια ατμόσφαιρα αποκρυφιστική. Ταξιδεύοντας μεταξύ Καλύμνου-Ανδαλουσίας-Αβάνας και περνώντας από δεκάδες άλλους τόπους ανά τον κόσμο, επιστρέφει ξανά στην Κάλυμνο-στην αφετηρία στην «γενέθλια γη», αναζητώντας το «Ιερό» επιδεικνύοντας μεταμορφώσεις σε ανθρώπους καθημερινούς κι όμως τόσο αποξενωμένους, γεμάτους παράδοξα, ανύποπτους, πλην όμως τόσο οικείους.

Μια υπόγεια μουσική διαπερνάει όλο το εύρος της «άγουσας» και οι εικονικές ανα/παραστάσεις λειτουργούν ως σιωπηρό λιμπρέτο που διατρέχει όλες τις ανθρώπινες πνευματικές και υπαρξιακές καταστάσεις. Μια μουσική που ξεκινάει από adagio, σιγά σιγά εξελίσσεται μέσα από μια παρατεταμένη αγωνία σε θεία έκσταση μέχρι να έρθει –προς το τέλος- το κρεσέντο, η μέθεξη που θα οδηγήσει στον εξαγνισμό.
Το έργο του Ιπποκράτη Ταυλάριου κατακλύζεται από ένα είδος ποιητικής γαλήνης, μια νηνεμία που αποκαλύπτεται όλο και πιο έντονα- γίνεται όλο και πιο ορατή στον θεατή, εξαιτίας της συναισθηματικής ο-δί(υ)νης που μαίνεται ολόγυρα. Η υποβόσκουσα διάθεση σε πολλές από τις φωτογραφικές παραστάσεις είναι ένα είδος «σκοτεινής» γιορτής – ένας αδιάντροπα μυθικός ερωτισμός ενυπάρχει σε όλο το φάσμα του λευκώματος, είτε αυτός εκπηγάζει από τις κοπέλες με τα αινιγματικά χαμόγελα στην Βαρκελώνη, είτε από τον τολστοϊκό «δια Χριστόν σαλό» στο Ιάσιο με την βαθυστόχαστη -σχεδόν τρομακτική ματιά- που θαρρείς επικαλείται σε κάποιο ιερό κενό.

Ο φωτογραφικός κόσμος του Ταυλάριου είναι κόσμος «μύησης» αλλά και οίησης μπροστά σ’ ένα τέμπλο πνευματιστικής συγκέντρωσης, που άλλοτε είναι η σαγηνευτική ματιά μιας «σύγχρονης» αγίας στην Ρόδο, άλλοτε ένας ρασοφόρος –στα Ιωάννινα- υπό το φως ενός κεριού που σφύζει στο σκοτάδι, ή ένα κορίτσι που διαβάζει ξαπλωμένο σ’ ένα κρεβάτι στην Σαραγόσα. Ο θεατής είναι ελεύθερος να μπει σ’ ένα παιχνίδι συνειρμών- προσκαλείται να συμμετάσχει στην «τελετή» , υπό τον όρο ότι βλέπει πραγματικά, ότι δύναται να οραματισθεί κι ο ίδιος, σπρώχνοντας τους συνειρμούς μέχρι το τελευταίο όριο, εκείνο που σε προσκαλεί να παραδοθείς στο τυχαίο. Αυτό που ξεκινά μέσα σε μια διαισθητική αθωότητα, καταλήγει-τελειώνει μέσα στην αθωότητα, έχοντας περάσει πρώτα μέσα από έναν κατωφερικό ίλιγγο μέσα από ρίγη σπονδής, απομόνωσης, κυριαρχίας εντέλει πάνω στο σώμα της ίδιας της μοίρας. Η μια φωτογραφία, το ένα σώμα, λειτουργεί σαν σημείο ενός άλλου σώματος. Το όλο σώμα λειτουργεί σαν σημείο για την ολότητα- για την φανέρωση της ψυχής και του πνεύματος στην πραγματική τους διάσταση’ εκείνης της μόνιμα στοιχειωμένης τους κατάστασης.

Μέσα στο παρόν λεύκωμα, ο καλλιτέχνης αποδίδει την όψη της συγκίνησης ωσάν να στέκεται καρτερικά ακίνητη, ενώ τα ηχοχρώματά της και ο σφυγμός της πάλλονται, αδιάκοπα κινούνται, αέναα μεταβάλλονται- απελευθερώνοντας τις συγκινησιακές δυνάμεις μέσα από τους πόρους του φωτογραφικού χαρτιού με όλους τους τρόπους, συνεχώς επαναλαμβάνει αυτή την ακινησία και την κίνηση του δραματικού ανθρώπου –είτε ρεαλιστικά, είτε συμβολικά με σκοπό να φτάσει στο άγνωστο- στο επέκεινα.

Η «άγουσα» μέσα από την ρεαλιστική «αποτύπωση» του καλλιτέχνη, μας παρουσιάζει λοιπόν αυτόν τον δραματικό, τον κρίσιμο άνθρωπο, ή αλλιώς, τον άνθρωπο εν κρίσει. Και μέσω αυτού, μέσα από τις ατομικές-ιδιωτικές ζωές αυτών των καθημερινών ανθρώπων, ο φωτογράφος κατορθώνει να αναπαραστήσει επιτυχώς, την έξοδο του ανθρώπου στον κόσμο’ καταφέρνει τελικά ένα από τα μεγάλα αιτήματα που θέτει η τέχνη: το ατομικό να γίνει καθολικό. Και το κάνει σπουδαία.

Γιώργος Αλισάνογλου
Θεσσαλονίκη, 2012

προλογίζοντας την "άγουσα"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου